- κάρισο
- κάρισο (Α)σκωπτικός βαρβαρισμός στον Αριστοφ., αντί χάρισον, προστ. αορ. τού χαρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek